dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αστείος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lustig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αστείος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spaßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστείος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lächerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστείος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
witzig
Ⓦ
Ⓖ
…