dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ασκεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
barhäuptig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασκεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohne Kopfbedeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασκεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbedeckt
Ⓦ
Ⓖ
…