dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
αρπακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Prädator
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρπακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Räuber
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)