dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αρμαθιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bündeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρμαθιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenbinden
Ⓦ
Ⓖ
…