dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρέσκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Belieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αρέσκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gefallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αρέσκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geschmack
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)