dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αποσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermatten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermüden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kraftlos werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verausgaben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)