dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abtrennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwerben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf sich ziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entlocken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewinnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
losreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herauspressen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αποσπώ με εξόρυξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ την προσοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ δημόσιο υπάλληλο ή δικαστή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ εργατικό δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwerben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώ με εξόρυξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fördern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσπώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποσπώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich lösen
Ⓦ
Ⓖ
…