dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απομακρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποτροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)