dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αποκλειόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgeschlossen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αποκλειόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blockiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποκλειόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gesperrt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποκλειόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgesperrt
Ⓦ
Ⓖ
…