dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αξιοσέβαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
seriös
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αξιοσέβαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ansehnlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αξιοσέβαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ehrwürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αξιοσέβαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angesehen
Ⓦ
Ⓖ
…