dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αντρίκειος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tapfer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντρίκειος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
männlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντρίκειος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
maskulin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντρίκειος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mutig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντρίκειος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mannhaft
Ⓦ
Ⓖ
…