dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αντικοινωνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unsozial
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αντικοινωνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
asozial
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αντικοινωνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungesellig
Ⓦ
Ⓖ
…