dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αντίπαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gegner
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αντίπαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Widersacher
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αντίπαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegnerisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντίπαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rivale
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντίπαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Widerpart
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)