dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αναφλεκτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zünder
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αναφλεκτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zündkerze
Ⓦ
Ⓖ
…