dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ανατρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανατρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
großziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανατρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pflegen
Ⓦ
Ⓖ
…