dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανατομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sektion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανατομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανατομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sezieren
Ⓦ
Ⓖ
…