dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανασύσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neugründung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανασύσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wiederherstellung
Ⓦ
Ⓖ
…