dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναστήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wiederaufbau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναστήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αναστήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Restaurierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αναστήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wiederherstellung
Ⓦ
Ⓖ
…