dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Atem
Ⓦ
Ⓖ
…
αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Atmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)