dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αναπήδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aufspringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αναπήδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hochspringen
Ⓦ
Ⓖ
…