dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αναπάντεχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerwartet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αναπάντεχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungeahnt
Ⓦ
Ⓖ
…