dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναμειγνύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mischen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναμειγνύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mixen
Ⓦ
Ⓖ
…