dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ανήφορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανήφορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufstieg
Ⓦ
Ⓖ
…