dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανάρρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανάρρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Genesung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάρρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erholung
Ⓦ
Ⓖ
…