dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αμολιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stürmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αμολιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)