dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αμοιβαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beiderseitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αμοιβαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegenseitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αμοιβαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wechselseitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αμοιβαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reziprok
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμοιβαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gemeinsam
Ⓦ
Ⓖ
…