dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αμνηστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Amnestie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμνηστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begnadigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμνηστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Straferlass
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)