dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αμμόλοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Düne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αμμόλοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sanddüne
Ⓦ
Ⓖ
…