dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αμελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vernachlässigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αμελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versäumen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)