dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αλύπητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbarmherzig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αλύπητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gnadenlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αλύπητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hartherzig
Ⓦ
Ⓖ
…