dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αιτιολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begründung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οικον.
η
αιτιολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verwendungszweck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αιτιολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ätiologie
Ⓦ
Ⓖ
…