dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αθυρόστομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
frech
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αθυρόστομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschwätzig
Ⓦ
Ⓖ
…