dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αθέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Äther
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αθέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Allerbeste
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αθέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auserwählte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αθέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auslese
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αθέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elite
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αθέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schneide
Ⓦ
Ⓖ
…