dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
αεροπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flieger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αεροπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Luftfahrer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αεροπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pilot
Ⓦ
Ⓖ
…