dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αερολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gefasel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αερολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Luftlehre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αερολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Phrase
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αερολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schaumschlägerei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αερολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprechblase
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αερολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Worthülse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αερολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hirnwichserei
Ⓦ
Ⓖ
…