dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αγροτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bäuerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αγροτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ländlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγροτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Land-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγροτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
landwirtschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
αγροτικός αναδασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Flurbereinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
αγροτικός τουρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fremdenverkehr in ländlichen Gebieten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αγροτικός γιατρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Landarzt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγροτικός ιατρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Landarzt
Ⓦ
Ⓖ
…
αγροτικός πληθυσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Landbevölkerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αγροτικός οικισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
ländliche Siedlung
Ⓦ
Ⓖ
…