dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αγροτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bäuerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χωριάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bäuerlich
Ⓦ
Ⓖ
…