dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αγελαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gesellig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγελαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Herden-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγελαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordinär
Ⓦ
Ⓖ
…