dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αγγειοπλαστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Töpferei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αγγειοπλαστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Töpferhandwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)