dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sekte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bedingung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Häresie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Option
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ketzerei
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)