dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Berufung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anfechtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einspruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Faible
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Rechtsmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorliebe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Revision
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κάνω έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufung einlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δίκη κατ έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Berufungsverfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einspruch erheben
Ⓦ
Ⓖ
…