dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ένδικο μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rechtsmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Rechtsmittel
Ⓦ
Ⓖ
…