dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ένδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berühmt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ένδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ruhmreich
Ⓦ
Ⓖ
…