dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
έγκυος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwanger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έγκυος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwangere
Ⓦ
Ⓖ
…