dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
άσκηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Übung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
άσκηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausübung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
άσκηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Manöver
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άσκηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfüllung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
άσκηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Praxis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)