dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
άρρωστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krank
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
άρρωστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Patient
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
άρρωστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kranke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)