dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
άντρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mann
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
άντρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gatte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
άντρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ehemann
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)