dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίρρημα
άνετα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bequem
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
άνετα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brauchbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
άνετα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gemütlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
άνετα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
komfortabel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
άνετα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
passend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)