dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άμβλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abtreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
άμβλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwangerschaftsabbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)