dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λαός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Volk
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λαός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leute
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λαός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Staatsvolk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λαός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
breite Masse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Λάος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Laos
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)